ἤμελγε

ἤμελγε
ἀμέλγω
milk
imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλυτός — ή, ό (AM κλυτός, ή, όν, Α θηλ. και κλυτός) [κλύω] περίφημος, ένδοξος, ονομαστός (α. «κλυτόν ἀμφ Ὀδυσσῆα», Ομ. Οδ. β. «κλυτάν ὡς ἀμφέπεις Ἰταλίαν», Σοφ.) αρχ. 1. (για ζώο) καλοθρεμμένο, ωραίο («ἤμελγε κλυτὰ μῆλα» άρμεγε ευτραφή πρόβατα, Σοφ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”